-
1 сеть
-и, προθτ. о сети, в сети, γεν. πλθ. сетей θ.1. δίχτυ, δίκτυ•вязать (плести) πλέκω δίχτυ•
ловить рыбу -ями πιάνω ψάρια με τα δίχτυα•
ловить птицы -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ.
2. μτφ. παγίδα•попасть в чьи -и πέφτω στα δίχτυα κάποιου.
|| κάθε τι διχτυωτό•сеть паутины ο ιστός της αράχνης•
железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ•
телефонная сеть το τηλεφωνικό δίχτυ•
оросительная сеть αρδευτικό δίχτυ•
агентурная сеть το δίχτυ των πρακτόρων.
εκφρ.поймать в свой -и – (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου•раставлять -ж – στήνω παγίδες.